- κατεπιλαμβάνομαι
- κατ-επι-λαμβάνομαι, umarmen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κατεπιλαμβάνομαι — (Α) κρατώ σφιχτά, αγκαλιάζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπι λαμβάνομαι «πιάνω κάτι»] … Dictionary of Greek